3 Μαΐ 2020

Παραγωγή γραπτού λόγου, Μια φανταστική ιδιότητα (2)

Ο γραπτός λόγος της Δ’ τάξης, αυτή τη φορά, βασιζόταν σε μια φανταστική ιδιότητα. Τα παιδιά διάλεξαν με τυχαίο τρόπο, ένα αντικείμενο και μια ιδιότητα. Για την «παράξενη» πρόταση που προέκυψε, οι μαθητές/τριες έπρεπε να γράψουν μια παράγραφο με κέφι και φαντασία.



Το πορτοκάλι που του άρεσε η κηπουρική!        
     Πριν μαζέψουν τους φίλους μου κάθε μέρα τους άκουγα να γελάνε και  να λένε: « κοιτάξτε ποιο πορτοκάλι θα γίνει κηπουρός ,το πιο  άσχημο!». Πάντα το ήξερα πως δεν θα με μαζέψουν για να πέσω στην γη και να μυρίζω το βρεγμένο χώμα, αλλά ποτέ κανείς δεν με ρώτησε, γιατί θέλεις να κατεβείς στην γη! Γιατί θέλω να καλλιεργήσω τους καινούριους μου φίλους !
Κωνσταντινίδου  Γεωργία, Δ'

Το δέντρο που τραγουδούσε παράφωνα!
        Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό δάσος ζούσε ένα έλατο και του άρεσε να τραγουδάει. Όταν τραγουδούσε τρόμαζε όλα τα ζώα και τα άλλα δέντρα επειδή δεν είχε καθόλου καλή φωνή. Ήρθε ένα έλατο πιο μεγάλο κι ρωτά:
 - Θες να σου μάθω να τραγουδάς ωραία;
 - Ναι, θέλω λέει το μικρό έλατο. 
Πέρασαν 7 μέρες που κάνανε πρόβες και το πέτυχε. Το επόμενο πρωί άρχισε να τραγουδάει δυνατά, τον άκουσαν τα δέντρα, τα ζώα και ρωτούσαν «ποιος τραγουδάει τόσο ωραία;». Τότε γυρίσαν προς το έλατο και είπαν 
  • Εσύ τραγουδάς; Το μικρό έλατο είπε:
  • Ναι, έμαθα να τραγουδάω. 
Κάθε μέρα τους ξυπνούσε με τραγούδι. Και ζήσαν αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα.

Μωϋσιάδης Μάξιμος, Δ’

Το κατσαβίδι που άκουγε       
Μια φορά και έναν καιρό ήταν ένα κατσαβιδάκι που βγήκε από το κουτί του. Σε αυτό το κατσαβίδι άρεζε να ακούει τι λένε οι άλλοι. ΄Ετσι, αποφάσισε να βγει από το κουτί του, για να μπορεί να ακούει καλύτερα. Μια μέρα κρύφτηκε σε μια γωνία και άρχισε να ακούει τι λένε οι πελάτες και εκεί έμεινε για μέρες. Μια μέρα όμως ήθελε ένας κύριος να αγοράσει την οικογένειά του. Εκείνο όμως, το μικρό καταβιδάκι, δεν ήθελε να μείνει μόνο. Σκέφτηκε λοιπόν λίγο και είπε από μέσα του «αν φύγει η οικογένεια μου θα φύγω και εγώ!». Οπότε, άνοιξε την εργαλειοθήκη και μπήκε μέσα. Ο πελάτης λοιπόν την πήρε και έφυγε και το μικρό κατσαβιδάκι μαζί.  Το μικρό κατσαβιδάκι ήταν τόσο χαρούμενο!  
Νικολέττα Καταχιώτη Δ’

Τα γυαλιά που ξεχνούσαν

Ήταν Κυριακή και όπως κάθε φορά ήμασταν έτοιμοι για την βόλτα μας στο πάρκο. Ο ήλιος έλαμπε και οι φίλοι μου με περιμένανε να παίξουμε. Όταν φτάσαμε, πέταξα το μπουφάν μου βιαστικά στο παγκάκι. Ένας θόρυβος με γύρισε πίσω. Ήταν ένα ζευγάρι κόκκινα γυαλιά κοκάλινα με μαύρους φακούς και πολλά στρασάκια στον βραχίονα τους. Ήταν πανέμορφα! Παρόλο που δεν ήταν δικά μου, κοιτάζοντας δεξιά και αριστερά, μήπως κάποιος τα αναζητούσε, τα φόρεσα. Φωνές παιδιών γύρω μου έλεγαν ‘Έλενα γιατί αργείς;’ εγώ όμως ατάραχη σαν να μην άκουγα καθόλου ή σαν να μου ήταν άγνωστοι όλοι εκεί. Κάποια κύρια μάλιστα από μακριά έλεγε ‘Άντε παιδί μου θα περάσει η ώρα και δεν θα προλάβεις να παίξεις’. Άρχισα να κάνω απίστευτες φιγούρες και ακροβατικά που όλα τα παιδιά γύρω μου έμειναν να με κοιτούν έκθαμβα να τρέχω σαν τον άνεμο και στο τέλος να κάνω ανάποδες κολοτούμπες στον αέρα, να περπατάω στα 2 χέρια. Χειροκροτήματα και πανηγυρισμοί γύρω μου. Όλα αυτά τελείωσαν, όταν η μαμά μου κατάφερε έντρομη να με σταματήσει βγάζοντας μου τα κόκκινα μου γυαλιά. Βρέθηκα στην αγκαλιά της χωρίς να θυμάμαι τίποτα. Το μόνο που ένιωθα ήταν η καρδιά μου να χτυπά σαν τρελή, σαν να έτρεχα μαραθώνιο. Οι φίλοι μου παρόλα αυτά φώναζαν ‘πάλι παλι’. Ήμουν λένε μια απίστευτη ακροβάτισσα.

Καλλιμάνη Έλενα Δ’

Τα παπούτσια που έπαιζαν βιολί

Μία μέρα ξύπνησα από μια ωραία μελωδία. Όταν ανακάλυψα από που ερχόταν αυτή η ωραία μουσική, θαύμασα τις δεξιότητες του σκύλου και των παπουτσιών γιατί το σκυλάκι μου ο Ίαν γρατζουνούσε με τα νύχια του τα κορδόνια των παπουτσιών και Ακουγόταν η μελωδία. Και άλλαζε μελωδία όταν πήγαινε από παπούτσι σε παπούτσι. Εκείνη την ώρα σκέφτηκα ότι δεν θα χρειαστεί να ανοίξω το τάμπλετ για να ακούσω μουσική. Θα τους λέω να παίζουν και θα ακούω. 
Κωνσταντινίδης Μάριος Γερόντιος Δ’    


ΤΟ ΚΑΠΕΛΟ ΠΟΥ ΗΘΕΛΕ ΝΑ ΓΙΝΕΙ ΠΡΙΓΚΙΠΑΣ
Μια φορά και έναν καιρό ζούσε ένα καπέλο. Αυτό όμως το καπέλο δεν ήταν από τα συνηθισμένα καπέλα. Ήθελε να γίνει ένας πρίγκηπας. Ήθελε να έχει ένα παλάτι και να το υπακούνε όλοι. 
Κάποτε θέλησε να δει άμα θα καταφέρει να κάνει το όνειρό του πραγματικότητα. Πήγε λοιπόν μια μέρα σε ένα παλάτι και ζήτησε από τον βασιλιά να το κάνει πρίγκηπα. Όταν το άκουσε αυτό ο βασιλιάς ξέσπασε στα γέλια και είπε «Χα! Για να γίνεις πρίγκηπας θα πρέπει να αγωνιστείς με τους καλύτερους μαχητές του βασιλείου μου, που θέλουν να γίνουν και αυτοί πρίγκηπες».
Τότε το καπέλο απελπισμένο γύρισε πίσω στο αφεντικό του και σκέφτηκε: καλύτερα να μην γίνω αληθινός πρίγκηπας. Εξάλλου, άμα το καλοσκεφτείς, είμαι πρίγκηπας αφού είμαι πάνω στα κεφάλια των ανθρώπων!!!
   
Μωχάμεντ Χαρίσης Δ’



Η τσάντα που βαριόταν
Μια φορά  κι έναν καιρό  ήταν μια τσάντα σχολική. Αυτή η τσάντα δεν είχε πόδια ή χέρια, ήταν μια τσάντα που είχε συναισθήματα. Κάθε μέρα πήγαινε στο σχολείο μαζί με το αγόρι. Ήταν πολύ χαρούμενη. Όταν τα παιδιά έκαναν μάθημα, οι τσάντες  μιλούσαν μεταξύ τους.
Ξαφνικά, μια μέρα γυρίζοντας από το σχολείο η μαμά είχε ανοιχτή την τηλεόραση. Είχε βγει ανακοίνωση ότι τα σχολεία θα κλείσουν λόγω του κορωνοιού, που ήταν μια μεγάλη αρρώστια. Αυτή η αρρώστια είχε απλωθεί σε όλο τον κόσμο. Το αγόρι  χάρηκε αλλά ήξερε ότι θα του λείψουν οι φίλοι του, το ίδιο και η τσάντα. Το αγόρι άρχισε να παίζει με τα παιχνίδια του και πέταξε την τσάντα κάτω από το κρεβάτι, που ήταν το πιο βρομερό και σκοτεινό μέρος στο δωμάτιο του παιδιού. Η τσάντα βαριόταν όλη την  μέρα. Επίσης μέσα στην τσάντα είχε ένα μουχλιασμένο σάντουιτς του παιδιού. Η τσάντα ένιωθε μοναξιά και της έλειπαν πολύ οι φίλες της.
Μετά από 6 μήνες άρχισε το σχολείο. Η τσάντα κοιμόταν καθώς το αγόρι πήγαινε στο σχολείο. Το αγόρι κρέμασε την τσάντα του στο ράφι και άρχισε το μάθημα. Οι  φίλες και οι φίλοι της της έλεγαν:
  • Άντε ξύπνα ξύπνα !!!
Η τσάντα άνοιξε τα μάτια και είπε:
- Που είμαι;
- Στο σχολείο είσαι!
- Στο σχολείο;
- Ναι στο σχολείο είσαι! 
Η τσάντα  ξύπνησε και δεν το πίστευε! ‘Οντως ήταν στο σχολείο! Είδε όλες τις φίλες τις μετά από τόσο καιρό που πέρασε μέσα στο σπίτι. Και από τότε  η ζωή έγινε όπως παλιά!!!
Αναστασία Λεύκου, Δ΄


To σπίτι που έκλαιγε

   Ήταν ένα σπίτι που συνέχεια έκλαιγε, επειδή το είχαν εγκαταλείψει οι άνθρωποι που έμεναν σε αυτό.Ήταν μόνο του και βρώμικο μέσα στην ερημιά.Εκεί δεν περνούσε ίχνος ανθρώπου,ώσπου μια μέρα ήρθε μια οικογένεια ανθρώπων εκεί και το είδε.
Τους άρεσε πολύ και ήθελαν να μείνουν σε αυτό.Τότε πλήρωσαν κάποιους ανθρώπους να το φτιάξουν.Το έφτιαξαν ,το ανακαίνισαν και μπήκανε για να μείνουνε σε αυτό. Από τότε αυτό το σπίτι δεν έκλαψε ποτέ.

Κατηχωρίτου Άννα Μαρία, Δ


Το αυτοκίνητο που έβγαζε φως
Ήταν ένα αυτοκίνητο που το λέγανε Λάμπη. Ο Λάμπης δεν είναι σαν τα άλλα αυτοκίνητα, είναι πολύ έξυπνος!! Όταν είναι στο δρόμο, καταλαβαίνει μόνος του πότε να ανάψει και πότε να σβήσει τα φώτα του. Μπορεί να ξεχωρίσει τη μέρα από τη νύχτα,την ομίχλη από την καθαρή ατμόσφαιρα. Αρέσει σε όλους γιατί είναι διαφορετικός από τα άλλα αυτοκίνητα, γιατί βοηθάει πολύ στην οδήγηση. Αυτό θα έπρεπε να συμβαίνει σε όλα τα αυτοκίνητα, για να μην έχουμε τόσα πολλά ατυχήματα γιατί πολλοί άνθρωποι ξεχνάνε να ανάψουν φώτα.
Πάντως ο Λάμπης .... λάμπει!!
Καμιά φορά για πλάκα αναβοσβήνει τα φώτα του στα άλλα αυτοκίνητα!!
Κουσιμήτρη Γωγώ, Δ

Δεν υπάρχουν σχόλια: