3 Μαΐ 2020

Παραγωγή γραπτού λόγου, Μια φανταστική ιδιότητα

Ο γραπτός λόγος της Δ’ τάξης, αυτή τη φορά, βασιζόταν σε μια φανταστική ιδιότητα. Τα παιδιά διάλεξαν με τυχαίο τρόπο, ένα αντικείμενο και μια ιδιότητα. Για την «παράξενη» πρόταση που προέκυψε, οι μαθητές/τριες έπρεπε να γράψουν μια παράγραφο με κέφι και φαντασία.





Το αστέρι και το βουνό
Μια μέρα ένα αστέρι έπεσε πάνω σε ένα βουνό και  στο σημείο εκεί φύτρωσε ένα λουλούδι. Μέσα από αυτό το λουλούδι βγήκε ένα κορίτσι με λαμπερά, ασημένια μάτια και χρυσά μαλλιά. Το κορίτσι το έλεγαν Σέλη και είχε την ικανότητα να θεραπεύει όλα τα πληγωμένα ζώα. Όλα τα ζώα την αγαπούσαν και γι’ αυτό έμενε μαζί με τα ζώα. Τους βοηθούσε και την βοηθούσαν. Τα ζώα επειδή την αγαπούσαν της έμαθαν πολλά χρήσιμα πράγματα. Της έμαθαν πολλά μυστικά για τα φυτά, πως να βρίσκει την τροφή της, πως να χτίζει ένα καταφύγιο και πως να ξεφεύγει από αυτούς που ήθελαν να την βλάψουν. 
Δανάη Κωνσταντίνου, Δ'

Ένας ελέφαντας που παίζει ποδόσφαιρο 
  
Μια φορά και έναν καιρό ένας ελέφαντας έπαιζε ποδόσφαιρο με τους φίλους του τα σκιουράκια, όμως δεν έπαιξε καθόλου καλά. Όλα τα σκιουράκια έβαλαν γκολ στην ομάδα του. Ο ελέφαντας στενοχωρήθηκε, όμως δεν σταμάτησε να παίζει και συνέχισε να παίζει πιο σκληρά. Έπαιξε τόσο σκληρά που μετά από λίγο κατά λάθος πάτησε την μπάλα και εκείνη έσκασε. Ο διαιτητής φώναξε: 
«Μην το ξανακάνεις, αλλιως δεν θα παίξεις και θα πάρεις τη θέση του τερματοφύλακα». Έπειτα από δέκα λεπτά ο ελέφαντας ήθελε τόσο πολύ να βάλει γκολ που δεν είδε έναν σκιουράκο και τον κλώτσησε. Ο σκίουρος στο τέρμα ήταν μεγάλος και έπιασε τον άλλον σκίουρο νομίζοντας πως ήταν η μπάλα και με αυτό το μπέρδεμα η κανονική μπάλα μπήκε στο τέρμα. Oμως ο διαιτητής δεν το μέτρησε το γκολ και στενοχωρήθηκε επειδή ο ελέφαντας κλώτσησε έναν σκιουράκο. Μετά ο ελέφαντας αναγκαστικά μπήκε τερματοφύλακας. Τελικά ο ελέφαντας κέρδισε τον αγώνα επειδή δεν άφησε ούτε ένα γκολ να μπει στο τέρμα του. Δεν μπήκε γκολ στο τέρμα του επειδή η μπάλα δεν χωρούσε να περάσει και να μπει στα δίχτυα γιατί ο ελέφαντας ήταν πολύ μεγάλος. 
Μετά τον αγώνα έμαθε κάτι πολύ σημαντικό. Καλύτερα να κάνει κάτι που του ταιριάζει πιο πολύ. Το να είναι τερματοφύλακας τον έκανε πολύ καλό και ικανό παίκτη.
Ελένη Δέλτα, Δ'

Ο   Χαρταετός   στο  διάστημα.

Μια   ηλιόλουστη   μέρα   πήγαμε  με   την   παρέα  μας  σε  ένα   τεράστιο  και   πανέμορφο λιβάδι  με  ελάχιστα  σκορπισμένα  σπιτάκια. Εκεί   καθίσαμε  και  κάναμε  Πικ Νικ με  πολύ  ωραία  φαγητά  που  ετοιμάσαμε με  πολλή   φροντίδα  από  το   σπίτι  μας. Εκεί  παίξαμε  τραγουδήσαμε και  απολαύσαμε τον  ήλιο  και  την   φύση.
Ξαφνικά  αποφασίσαμε  να  πετάξουμε τον  χαρταετό  μας   ο  όποιος  ήταν  πολύ μεγάλος και  πολύχρωμος  με  πολύ  ζωντανά  χρώματα. Είχαμε  μαζί μας ένα  μεγάλο  σχοινί  που έφτανε  τόσο  ψηλά   που  δεν   μπορούσαμε  να δούμε  τον  χαρταετό  μας .Ο  χαρταετός   μας  έφτανε  μέχρι  το  διάστημα. Ακουμπούσε  διπλά  στα  αστέρια. 
Τότε πήγαμε όλοι μαζί στο σπίτι του Μάριου που ήταν πολύ κοντά για να δούμε τον χαρταετό μας από το τηλεσκόπιο του πατέρα του. Όλα τα παιδιά τρελαθήκαμε από την χαρά μας που τον βλέπαμε τόσο ψηλά.
Όταν ήδη είχε περάσει η ώρα, φύγαμε στα σπίτια μας για να φάμε και να κοιμηθούμε. Την επόμενη μέρα ξυπνήσαμε και θυμόμασταν την χθεσινή μας εμπειρία.

Μαρδάς  Δημήτριος , Δ΄



Τα κόκκινα παπούτσια που μιλούν

   Σε ένα μακρινό ορεινό χωριό ζούσε ένα παιδί που ονομαζόταν Χρήστος. Του Χρήστου του άρεζε πολύ να έχει πολλά παπούτσια με διάφορα χρώματα και σχέδια. Είχε γαλάζια, πράσινα, πορτοκαλί, κόκκινα, με δεντράκια, με πεταλούδες, με αστέρια και πολλά άλλα πολύχρωμα και ασυνήθιστα παπούτσια.
   Μια μέρα που ήθελε να βγει μια βόλτα, φόρεσε τα καινούρια κόκκινα παπούτσια περιπάτου. Ήθελε να πάει σε ένα πάρκο για να παίξει με τους φίλους του. Τη στιγμή που περνούσε μπροστά από το εκκλησάκι και κόντευε στο πάρκο, άκουσε δυο λεπτές και γλυκιές φωνούλες να του ψιθυρίζουν: «Πιο σιγά καλέ! Μη χοροπηδάς τόσο, μας έχεις ταράξει στο κούνημα». «Ποιος μίλησε;», ρώτησε ο Χρήστος με έκπληξη. «Εμείς, εδώ κάτω, τα παπούτσια σου», του απάντησαν. «Τα παπούτσια μου;», ρώτησε. «Μα πως γίνεται αυτό; Μα είναι δυνατόν να μιλάνε τα παπούτσια, αφού είναι άψυχα;», αναρωτήθηκε ο Χρήστος. «Είναι απλό, μπορούμε να μιλάμε, γιατί η κυρία του καταστήματος μας έδωσε ανθρώπινη λαλιά, για να μπορούμε να εκφράζουμε τα συναισθήματά μας και αυτά των παιδιών», είπαν. 
   Τότε ο Χρήστος χάρηκε τόσο πολύ που αυτή η κυρία έδωσε ζωή στα παπούτσια του και με αυτόν τον τρόπο  θα μπορεί να μιλάει μαζί τους  και να ακούει τα παράπονά τους!!! 
Ακριτίδου Ιωάννα, Δ'




Τα παπούτσια ταξιδεύουν στο βουνό!
Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν σε μία βιτρίνα ένα ωραίο ζευγάρι ροζ παπούτσια. Τα παπούτσια ήταν καιρό στη βιτρίνα και κανείς δεν τα είχε αγοράσει. Έβλεπαν τα αμάξια και τον κόσμο που περνούσαν και ήθελαν κι αυτά να βγουν έξω. Έτσι αποφάσισαν να φύγουν στα κρυφά από το μαγαζί!
Ένα βράδυ που είχε σκοτεινιάσει, λίγο πριν  κλείσει το μαγαζί, τα ροζ  παπούτσια πατώντας στις μύτες βγήκαν σιγά – σιγά έξω χωρίς να τους δει κανείς. Είχαν όμως ένα πρόβλημα. Δεν ήξεραν πού να πάνε!
Είδαν μακριά ένα ψηλό βουνό φτιαγμένο από ροζ παγωτό και σκέφτηκαν ότι μπορεί  εκεί πάνω να έβρισκαν κι άλλα παπούτσια.  Έτσι άρχισαν τρέχοντας να «τακουνίζουν» προς το βουνό! Ήταν πολύ χαρούμενα γιατί κατάφεραν να βγουν στον κόσμο!
Έφτασαν στο βουνό κι άρχισαν να το ανεβαίνουν σιγά-σιγά για να μην το σπάσουν με τα τακούνια τους. Όταν έκαναν διάλειμμα έτρωγαν και λίγο ροζ παγωτό και μετά συνέχιζαν να ανεβαίνουν. 
Όταν έφτασαν στην κορυφή είδαν έκπληκτοι ότι το βουνό ήταν μία τεράστια τούρτα γενεθλίων! Στο κέντρο υπήρχαν πολλά κεράκια και γύρω – γύρω για διακοσμητικά υπήρχαν πολλά μικρά παπούτσια! Τα άλλα παπούτσια τα καλωσόρισαν και τα ροζ παπούτσια έζησαν για πάντα με τα άλλα παπούτσια στην κορυφή του παγωτού!
Άννη Σερέτη, Δ'


ΔΕΝΤΡΟ – ΤΡΕΝΟ
Κάποτε σ’ ένα μακρινό δάσος υπήρχε ένα δέντρο που δεν ήταν σαν τα άλλα. Είχε μάτια, στόμα, χέρια και πόδια. Μπορούσε να μιλήσει και να οδηγήσει. Μάλιστα οδηγούσε ένα τρένο το οποίο τρένο ήταν πολύ ασυνήθιστο. Δεν είχε καθίσματα αλλά τα κλαδιά του δέντρου. Κι άνθρωποι αντί να κάθονται πάνω σε καθίσματα καθόντουσαν πάνω σε κλαδιά.Μπορεί αυτό για τους ανθρώπους να μην ήταν τόσο άνετο αλλά κέρδιζαν την υπέροχη θέα και τα όμορφα λαμπάκια του δέντρου όταν το στόλιζαν τα Χριστούγεννα! 
Μιχαέλα Γαϊτανίδου, Δ'

Το φάντασμα της ντουλάπας
  Μια φορά κι έναν καιρό σε ένα μακρινό σπίτι ζούσε ένα φάντασμα. Αυτό το φάντασμα ζούσε μόνο του σε ένα σπίτι στο δάσος. Μια μέρα, μετά από πάρα πολύ καιρό σε εκείνο το δάσος χτίστηκε  μια πολύ μεγάλη  πόλη, η πρωτεύουσα εκείνου του κράτους. Στο σπίτι αυτό, ήρθε  ένας άνθρωπος ο οποίος δεν ήξερε ότι το σπίτι ήταν στοιχειωμένο. Μόλις άνοιξε την  ντουλάπα, το φάντασμα πετάχτηκε έξω και ο άνθρωπος τρόμαξε πολύ, αλλά μετά έγιναν οι καλύτεροι φίλοι  και έζησαν μαζί. Και έζησαν αυτοί καλά και εμείς καλύτερα.    
Αυλογιάρης Δημήτρης, Δ'

Δεν υπάρχουν σχόλια: